Τα σύνεργα του καραγκιοζοπαίχτη.
Τα σύνεργα του καραγκιοζοπαίχτη ήταν λιγοστά και απλά:
1) Η σκηνή (μπερντές): είναι 4 έως 6 μέτρα Χ 2,5 μέτρα τεντωμένο πανί με την καλύβα του Καραγκιόζη στη μια και το σαράι στην άλλη, και εναλλακτικά ως τοπίο δέντρα, βουνά, σπηλιά, καράβι, φάρος κλπ. Φωτίζεται από πίσω (το φως βρίσκεται σε κατάλληλη απόσταση απ’ το πανί για να μην πέφτουν πάνω του οι σκιές των καραγκιοζοπαιχτών). Παλιότερα φωτιζόταν με λυχνάρια, με ασετιλίνη ή με αεριόφωτα. Πίσω από το πανί υπάρχουν ράφια με τις φιγούρες.
2) Φιγούρες: στην αρχή ήταν σκαλιστές¸ έπειτα κατασκευασμένες από τενεκέ, μετά από χαρτόνι και τέλος διαφανείς από δέρμα μικρού άσπρου μοσχαριού. Αφού σχεδιάζεται και κόβεται η φιγούρα τρίβεται το δέρμα με τζάμι ώσπου να γίνει διαφανές. Μετά γίνονται οι λεπτομέρειες και βάφεται με χρώματα σινικής μελάνης και ύστερα μοντάρονται. Άλλες φιγούρες είναι δυο κομμάτια, άλλες τέσσερα ή και πιο πολλά. Κάθε πρόσωπο αντιπροσωπεύεται από πολλές φιγούρες. Τις περισσότερες έχει ο Καραγκιόζης (υπηρέτης, γιατρός, πασάς, μάγειρας, βλάχος, γυναίκα, καπετάνιος κ.ά.). Επίσης κάθε φιγούρα αποτελείται από πολλά κομμάτια. Το χέρι του Καραγκιόζη αποτελείται από πέντε κομμάτια. Δεν έχουν όλες οι φιγούρες το ίδιο ανάστημα. Ο μπαρμπα-Γιώργος π.χ. είναι τεράστιος. Ένας καλός καραγκιοζοπαίχτης πρέπει να έχει πάνω από χίλιες φιγούρες!
Ηχητικά και οπτικά τεχνάσματα.
Το θέατρο σκιών είχε μια μαγεία που άρχιζε με το άναμμα των φώτων του μπερντέ και τελείωνε με το σβήσιμό τους. Και αυτό γιατί σπουδαίο ρόλο έπαιζε η ψευδαίσθηση στην οποία ήταν υποταγμένος ο θεατής και της οποίας δημιουργοί ήταν το ταλέντο και η φαντασία του καραγκιοζοπαίχτη.
Έτσι, για όλους τους ήχους και θορύβους (χτύπημα πόρτας, ποδοβολητό, σφαλιάρα, ήχους εργαλείων, μηχανημάτων, πιστολιές, κανονιές, βροχή, χιόνι κλπ.) χρησιμοποιούσαν απλά μέσα που με τη τεχνική τους οι καραγκιοζοπαίχτες κατάφερναν να τα αξιοποιήσουν επαρκώς ώστε να προσφέρουν πλούσια ηχητική επένδυση στα έργα τους.
Ο τενεκές ήταν το βασικότερο εργαλείο. Βάζοντας μέσα στον τενεκέ βότσαλα, βίδες, πρόκες ή κομμάτια γυαλιού μιμούνταν διάφορους θορύβους (κατρακύλισμα από τις σκάλες, ήχο οδοστρωτήρα κλπ.)

Η σφαλιάρα ήταν μερικά φύλλα χαρτονιού κομμένα ομοιόμορφα σε σχήμα ρακέτας ντυμένα με πανί ή δέρμα και για να παράγει ήχο τη χτυπούσαν στο μηρό τους.
Συνήθως με τα κρόταλα, γκαζοτενεκέδες, σανίδες, κουδούνια προβάτων, χαρτόνια και τα βαρελότα έκαναν όλους τους θορύβους. Με χαρτοπόλεμο που ήταν απλωμένος σε μια σανίδα και έπεφτε από το πάνω μέρος της οθόνης παρίσταναν τη βροχή, ενώ με χαρτοπόλεμο μέσα σε κουτί δημιουργούσαν τον ήχο της. Με μια σανίδα που την πατούσαν από τη μια μεριά, την ανασήκωναν από την άλλη και την απελευθέρωναν απότομα πάνω στο ξύλινο πάτωμα της σκηνής μιμούνταν την κανονιά.
Τα ηχητικά τεχνάσματα διέγειραν τη φαντασία του θεατή και τον μετέφεραν στη μαγεία του θεάτρου, ενώ τα οπτικά τεχνάσματα τον συνέπαιρναν με τη δύναμη της εικόνας και της έντονης κίνησης.
Το κίτρινο φως γινόταν κατακόκκινο την ώρα της μάχης και των βασανιστηρίων, πράσινο όταν η παράσταση μας πήγαινε στη ζούγκλα, γαλάζια όταν οι φιγούρες ταξίδευαν στη θάλασσα και όλα αυτά με τη βοήθεια χρωματιστών χαρτιών και αυτοσχέδιων «φώσφορων» βεγγαλικών. Πραγματικά, όπως γράφει ο πανεπιστημιακός καθηγητής Μ. Μερακλής: «Είναι δυστυχία να μην μπορείς πια να χειροκροτήσεις τέτοια αθλήματα και τέτοιους άθλους του χεριού, του μυαλού, της καρδιάς, της φαντασίας …».