Το περιεχόμενο αυτού του ιστολογίου προέρχεται από το πρόγραμμα των πολιτιστικών δραστηριοτήτων
που υλοποιήθηκε με τη συμμετοχή και συνεργασία των μαθητών της Α' και Β΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Νίκαιας κατά το σχολικό έτος 2002-2003.
Οι ενότητες που υπάρχουν δεξιά αντιστοιχούν στα κεφάλαια του βιβλίου που εκπονήθηκε με τη συνεργασία των μαθητών.

2. Ο Καραγκιόζης στην Ελλάδα

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
  
Ο Οθωμανικός Καραγκιόζης

Πολλά έχουν γραφτεί για το πότε έφτασε ο «Καραγκιόζης» στην Ελλάδα. Κάποιοι, πιστεύουν, ότι θέατρο σκιών παιζόταν σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι πολλές φορές οι Φιλικοί στην Κων/πολη είχαν συναντήσεις στα θέατρα αυτά γιατί μέσα στο συνωστισμό δεν τους έπαιρνε κανείς είδηση. Σύμφωνα όμως με υπάρχουσες γραπτές μαρτυρίες ο Καραγκιόζης πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα στα χρόνια του βασιλιά Όθωνα. Σαν πρώτη παράσταση αναφέρεται μία που έγινε στο Ναύπλιο, στις 18 Αυγούστου του 1841, από τον Μπάρμπα Γιάννη τον Μπράχαλη. Μια παράδοση μάλιστα - μέσα στις παραδόσεις άλλωστε υπάρχει πάντα ένας πυρήνας πραγματικότητας - λέει:
 «Ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδομών στην Προύσα της Μ. Ασίας και είχε αναλάβει να χτίσει το σαράι του πασά. Στο γιαπί έβαλε αρχιμάστορα τον Καραγκιόζη. (Καρα-γκιοζ = μαύρα μάτια, Καραγκιόζης = μαυρομάτης). Το σαράι αργούσε πολύ να τελειώσει και ο πασάς φοβέρισε του Χατζηαβάτη πως θα τον θανατώσει. Τότε αυτός είπε ότι φταίχτης ήταν ο Καραγκιόζης που έλεγε συνεχώς αστεία στους μαστόρους και γελούσαν. Ο πασάς έκανε συστάσεις στον Καραγκιόζη να σταματήσει. Ο Καραγκιόζης όμως δεν μπορούσε να μη λέει τ’ αστεία του κι έτσι ο πασάς τον θανάτωσε. Ο κόσμος που αγαπούσε πολύ τον Καραγκιόζη αγανάχτησε και ο πασάς για να ηρεμήσει τα πνεύματα έφτιαξε ένα μνημείο στην Προύσα και έθαψε τον Καραγκιόζη με μεγάλες τιμές. Όμως ο πασάς απ’ αυτή την αδικία αρρώστησε βαριά. Για να γίνει καλά έφεραν τον Χατζηαβάτη στο σαράι να λέει τα αστεία του Καραγκιόζη. Μια μέρα ο Χατζηαβάτης έκοψε ένα χάρτινο Καραγκιόζη, τέντωσε ένα πανί με φως πίσω και έδωσε παράσταση. Ο πασάς ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που έδωσε άδεια στον Χατζηαβάτη να παίζει παραστάσεις όπου θέλει».
   Μια τέτοια παράσταση είδε και ο Μπράχαλης και έφερε την τέχνη στην Ελλάδα. Ο Μπράχαλης δεν είχε καμιά καλλιτεχνική φλέβα και ήταν και εντελώς αγράμματος. Γνώριζε όμως διάφορους αμανέδες του τούρκικου μπερντέ και τους τραγουδούσε λαρυγγόφωνα και φάλτσα. Αυτό το ελάττωμα του Μπαρμα Γιάννη, να μιλάει και να τραγουδάει λαρυγγόφωνα, που οφειλόταν σε οργανική πάθηση έγινε παράδοση στον Καραγκιόζη.
Ο Καραγκιόζης που ήρθε απ’ την Ανατολή ήταν αισχρός, αισχρότατος στα λόγια και στα χοντροκομμένα αστεία του και φαλλοφόρος στη φιγούρα του. Αυτός είναι και ο λόγος που μόνο σε εμπορικά λιμάνια (Πάτρα, Καλαμάτα) παιζόταν, όπου σύχναζε κάθε καρυδιάς καρύδι, από Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Μπράχαλης και ο Πάγκαλος. Η Αθήνα τον είχε εκδιώξει. Εξάλλου η μόνη διαφορά του από το τουρκικό Καραγκιόζη ήταν ότι μιλούσε ελληνικά.
 
Ο Ηπειρώτικος Καραγκιόζης

Γύρω στα 1880 στη δυτική Ελλάδα (Άρτα και Ακαρνανία) ξεπηδά το θέατρο σκιών με άλλη μορφή. Δεν έχει σχέση με τον τουρκικό Καραγκιόζη. Οι αισχρές σκηνές και οι αισχρολογίες, που ήταν και τα κύρια χαρακτηριστικά του, ήταν ασυμβίβαστες με τα χριστιανικά και οικογενειακά ήθη του ελληνισμού της Ηπείρου.
Κατεβαίνοντας στην Πάτρα βρίσκει τον εμψυχωτή της αναδημιουργίας του, τον Δημήτρη Σαρντούνη ή Μίμαρο, που γεννήθηκε στην Πάτρα το 1865. Ήταν ψάλτης στην εκκλησία του Παντοκράτορα της Πάτρας και είχε τελειώσει το σχολαρχείο, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν αρκετά μορφωμένος και είχε και κάποιες μουσικές γνώσεις. Ο Δημήτρης Σαρντούνης σε μια παράσταση Καραγκιόζη γοητεύτηκε τόσο πολύ ώστε ζήτησε από τον καραγκιοζοπαίχτη να τον πάρει βοηθό. Γρήγορα ξεπέρασε το δάσκαλό του στη μιμική, γι’ αυτό και πήρε και το παρωνύμιο «Μίμαρος» (σε συνδυασμό με το μικρό όνομά του: Δημήτρης – Μίμης + μίμος = Μίμαρος). Είναι αυτός που έκανε τον Καραγκιόζη ελληνική τέχνη. Πλούτισε το δραματολόγιο του θεάτρου με έργα παρμένα από την ελληνική ιστορία. Τελειοποίησε την τεχνική της παρουσίασης των σκιών, απάλλαξε τον Καραγκιόζη από τις άσεμνες κουβέντες και τον έκανε κατάλληλο θέαμα όχι μόνο για τους μεγάλους αλλά και για τα παιδιά. Επίσης, καθιέρωσε τα σκηνικά με το παλάτι του πασά (το σαράι) από τη μια και την καλύβα του Καραγκιόζη από την άλλη. Σύμβολο του πλούτου και της δύναμης το ένα, της φτώχιας και της κακομοιριάς το άλλο. Δυστυχώς, κανείς δεν βρέθηκε να καταγράψει το ρεπερτόριο του Μίμαρου.
Κι ο Καραγκιόζης δεν ξυπολήθηκε τυχαία, ούτε φόρεσε μπαλώματα για να γελάει ο κόσμος. Συνειδητοποίησε τη θέση του απέναντι στην εξουσία και ύψωσε μπαϊράκι. Τώρα πια καινούργιοι δρόμοι ανοίγονται για το θέατρο σκιών. Οι καραγκιοζοπαίχτες της εποχής αυτής παίρνοντας στα χέρια τους τον αισχρό τούρκικο Καραγκιόζη και το φτωχό ηπειρώτικο, ξεκαθάρισαν το είδος που ήταν προαιώνια ελληνική δημιουργία, από κάθε ξένο και άσχετο με την ελληνική δημιουργία, από κάθε ξένο και άσχετο με την ελληνική ψυχή στοιχείο. Εξάγνισαν τους δυο κεντρικούς ήρωες (Καραγκιόζη - Χατζηαβάτη), εξελλήνισαν και πολιτογράφησαν άλλους τύπους πλουτίζοντας το περιεχόμενό τους με υλικό από το τοπικό πνεύμα και δημιούργησαν άλλους χαρακτήρες, νέους, παρμένους μέσα απ’ την ελληνική ζωή. Εξευγένισαν το θέατρο σκιών πνευματικά και ηθικά, το πλούτισαν με τραγούδι και το εξύψωσαν καλλιτεχνικά. Αμέσως μετά έχουμε περίοδο μεγάλης δημιουργίας με κύριο εκπρόσωπο τον καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα (1910-1940).
 Όπως, όμως, καθετί καινούριο, έτσι και το θέατρο σκιών γνώρισε την περιφρόνηση από τους λόγιους της εποχής εκείνης. Γεγονός, όμως, είναι πως ο Καραγκιόζης στάθηκε η αντιπροσωπευτική τέχνη της νεώτερης ιστορίας μας, η μόνη που εκφράζει την νεοελληνική πραγματικότητα. Αυτό το «απλοϊκό, χυδαίο, κουτοέξυπνο, μισοκακόμοιρο, παιδικό» θέαμα, όπως συχνά το χαρακτήριζαν, αλλά και τα λαϊκά του τραγούδια προτίμησε ο λαός από τα άλλα, επίσης ξενόφερτα, θεάματα και την ξένη παιδεία που του έφερναν εδώ οι ευρωπαΐζοντες, το βαβαρέζικο τραγούδι, την ιταλική άρια, την παριζιάνικη μόδα. Και δεν υπήρχε Νεοέλληνας που να μην διασκέδασε μ’ αυτό το θέαμα, να μην έπαιξε κι ο ίδιος, να μην εξέφρασε με ρητά του Καραγκιόζη δικά του αισθήματα και κρίσεις, δεν υπάρχει Νεοέλληνας ποιητής ή συγγραφέας που να μην αναφέρθηκε έστω και μια φορά στον Καραγκιόζη.
Το θέατρο σκιών το έστρεψε προς το ηρωικό δρόμο ο Μίμαρος. Και τα έργα αυτά μπορεί να μην ήταν αριστουργήματα, ήταν όμως βγαλμένα μέσα απ’ τις πιο βαθιές συγκινήσεις της λαϊκής ψυχής. Δεν είναι κωμικά, δεν στερούνται όμως του κωμικού στοιχείου. Τα ηρωικά έργα ήταν μεγάλα και παίζονταν σε συνέχειες, συνήθως τρεις. Στο τέλος του έργου γινόταν η αποθέωση του ήρωα. Άγγελος Κυρίου έπαιρνε την ψυχή του στους ουρανούς. Η μουσική έπαιζε εθνικούς σκοπούς και κόκκινα βεγγαλικά φώτιζαν τη σκηνή.
Τελευταία ο καραγκιοζοπαίχτης Μιχόπουλος δημιούργησε έργα με υποθέσεις από μύθους της αρχαιότητας, αρχαίας κωμωδίας ή της Κρητικής ποίησης: «Οιδίπους τύραννος», «Οι Όρνιθες», «Ο Ερωτόκριτος».
Αντλώντας στοιχεία από την αρχαία ελληνική τραγωδία και στηριζόμενο στη λαϊκή μας παράδοση, έφτασε σε ψηλά καλλιτεχνικά επίπεδα και έγινε για το λαό φροντιστήριο θεατρικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής αγωγής. Το θέατρο σκιών, πρώτα απ’ όλα, πέρασε με τιμές και αποθεώσεις τους ήρωες του 1821 στο πανί του, προτού ακόμα σκύψει σ’ αυτούς η ιστορία κι η λογοτεχνία. Ύμνησε, κατόπιν, τους Μακεδονομάχους. Σαν γνήσιο λαϊκό θέατρο εκφράζει τους πόθους του λαϊκού κοινού του. Κάνει αντίσταση στην κατοχή, γελοιοποιεί το φασισμό και το ναζισμό, δίνει πατριωτικές παραστάσεις, υψώνει το φρόνημα του λαού. Σε ποια άλλη χώρα το λαϊκό θέατρο έχει τόσο έντονο εθνικό χαρακτήρα;


Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες 

   1. Γιάννης Μπράχαλης: Έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα.

2. Δημήτρης Σαρντούνης, γνωστός ως Μίμαρος: Έκανε τον Καραγκιόζη ελληνική τέχνη και βοήθησε στην αναδημιουργία του. 
Μίμαρος

3. Γιάννης ο Ρούλιας: Ο δημιουργός του μπαρμπα – Γιώργου. 

4. Αντώνης Μόλλας: Δημιούργησε τον Πεπόνια και τον Μορφονιό. 
Μόλλας

5. Μέμος Χριστοδούλου.

6. Μάρκος Ξάνθος (μαθητής του Μόλλα): Ο πρώτος καραγκιοζοπαίχτης που σκέφτηκε να καταγράψει συστηματικά τις παραστάσεις του Καραγκιόζη. 

7. Κώστας Μάνος.

8. Βασίλαρος (Βασίλης Ανδρικόπουλος).

9. Σωτήρης Σπαθάρης.
Σωτήρης Σπαθάρης

10. Χρήστος Χαρίδημος.

11. Ευγένιος Σπαθάρης.
Ευγένιος Σπαθάρης

12. Γιώργος Χαρίδημος.
Γιώργος Χαρίδημος

13. Βάγγος ο Νικαιώτης κ.ά.
Βάγγος ο Νικαιώτης