Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο Οθωμανικός Καραγκιόζης
Πολλά έχουν γραφτεί για το πότε έφτασε ο «Καραγκιόζης» στην Ελλάδα. Κάποιοι, πιστεύουν, ότι θέατρο σκιών παιζόταν σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι πολλές φορές οι Φιλικοί στην Κων/πολη είχαν συναντήσεις στα θέατρα αυτά γιατί μέσα στο συνωστισμό δεν τους έπαιρνε κανείς είδηση. Σύμφωνα όμως με υπάρχουσες γραπτές μαρτυρίες ο Καραγκιόζης πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα στα χρόνια του βασιλιά Όθωνα. Σαν πρώτη παράσταση αναφέρεται μία που έγινε στο Ναύπλιο, στις 18 Αυγούστου του 1841, από τον Μπάρμπα Γιάννη τον Μπράχαλη. Μια παράδοση μάλιστα - μέσα στις παραδόσεις άλλωστε υπάρχει πάντα ένας πυρήνας πραγματικότητας - λέει:

Μια τέτοια παράσταση είδε και ο Μπράχαλης και έφερε την τέχνη στην Ελλάδα. Ο Μπράχαλης δεν είχε καμιά καλλιτεχνική φλέβα και ήταν και εντελώς αγράμματος. Γνώριζε όμως διάφορους αμανέδες του τούρκικου μπερντέ και τους τραγουδούσε λαρυγγόφωνα και φάλτσα. Αυτό το ελάττωμα του Μπαρμα Γιάννη, να μιλάει και να τραγουδάει λαρυγγόφωνα, που οφειλόταν σε οργανική πάθηση έγινε παράδοση στον Καραγκιόζη.
Ο Καραγκιόζης που ήρθε απ’ την Ανατολή ήταν αισχρός, αισχρότατος στα λόγια και στα χοντροκομμένα αστεία του και φαλλοφόρος στη φιγούρα του. Αυτός είναι και ο λόγος που μόνο σε εμπορικά λιμάνια (Πάτρα, Καλαμάτα) παιζόταν, όπου σύχναζε κάθε καρυδιάς καρύδι, από Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Μπράχαλης και ο Πάγκαλος. Η Αθήνα τον είχε εκδιώξει. Εξάλλου η μόνη διαφορά του από το τουρκικό Καραγκιόζη ήταν ότι μιλούσε ελληνικά.
Ο Ηπειρώτικος Καραγκιόζης
Γύρω στα 1880 στη δυτική Ελλάδα (Άρτα και Ακαρνανία) ξεπηδά το θέατρο σκιών με άλλη μορφή. Δεν έχει σχέση με τον τουρκικό Καραγκιόζη. Οι αισχρές σκηνές και οι αισχρολογίες, που ήταν και τα κύρια χαρακτηριστικά του, ήταν ασυμβίβαστες με τα χριστιανικά και οικογενειακά ήθη του ελληνισμού της Ηπείρου.
Κατεβαίνοντας στην Πάτρα βρίσκει τον εμψυχωτή της αναδημιουργίας του, τον Δημήτρη Σαρντούνη ή Μίμαρο, που γεννήθηκε στην Πάτρα το 1865. Ήταν ψάλτης στην εκκλησία του Παντοκράτορα της Πάτρας και είχε τελειώσει το σχολαρχείο, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν αρκετά μορφωμένος και είχε και κάποιες μουσικές γνώσεις. Ο Δημήτρης Σαρντούνης σε μια παράσταση Καραγκιόζη γοητεύτηκε τόσο πολύ ώστε ζήτησε από τον καραγκιοζοπαίχτη να τον πάρει βοηθό. Γρήγορα ξεπέρασε το δάσκαλό του στη μιμική, γι’ αυτό και πήρε και το παρωνύμιο «Μίμαρος» (σε συνδυασμό με το μικρό όνομά του: Δημήτρης – Μίμης + μίμος = Μίμαρος). Είναι αυτός που έκανε τον Καραγκιόζη ελληνική τέχνη. Πλούτισε το δραματολόγιο του θεάτρου με έργα παρμένα από την ελληνική ιστορία. Τελειοποίησε την τεχνική της παρουσίασης των σκιών, απάλλαξε τον Καραγκιόζη από τις άσεμνες κουβέντες και τον έκανε κατάλληλο θέαμα όχι μόνο για τους μεγάλους αλλά και για τα παιδιά. Επίσης, καθιέρωσε τα σκηνικά με το παλάτι του πασά (το σαράι) από τη μια και την καλύβα του Καραγκιόζη από την άλλη. Σύμβολο του πλούτου και της δύναμης το ένα, της φτώχιας και της κακομοιριάς το άλλο. Δυστυχώς, κανείς δεν βρέθηκε να καταγράψει το ρεπερτόριο του Μίμαρου.

Όπως, όμως, καθετί καινούριο, έτσι και το θέατρο σκιών γνώρισε την περιφρόνηση από τους λόγιους της εποχής εκείνης. Γεγονός, όμως, είναι πως ο Καραγκιόζης στάθηκε η αντιπροσωπευτική τέχνη της νεώτερης ιστορίας μας, η μόνη που εκφράζει την νεοελληνική πραγματικότητα. Αυτό το «απλοϊκό, χυδαίο, κουτοέξυπνο, μισοκακόμοιρο, παιδικό» θέαμα, όπως συχνά το χαρακτήριζαν, αλλά και τα λαϊκά του τραγούδια προτίμησε ο λαός από τα άλλα, επίσης ξενόφερτα, θεάματα και την ξένη παιδεία που του έφερναν εδώ οι ευρωπαΐζοντες, το βαβαρέζικο τραγούδι, την ιταλική άρια, την παριζιάνικη μόδα. Και δεν υπήρχε Νεοέλληνας που να μην διασκέδασε μ’ αυτό το θέαμα, να μην έπαιξε κι ο ίδιος, να μην εξέφρασε με ρητά του Καραγκιόζη δικά του αισθήματα και κρίσεις, δεν υπάρχει Νεοέλληνας ποιητής ή συγγραφέας που να μην αναφέρθηκε έστω και μια φορά στον Καραγκιόζη.

Τελευταία ο καραγκιοζοπαίχτης Μιχόπουλος δημιούργησε έργα με υποθέσεις από μύθους της αρχαιότητας, αρχαίας κωμωδίας ή της Κρητικής ποίησης: «Οιδίπους τύραννος», «Οι Όρνιθες», «Ο Ερωτόκριτος».
Αντλώντας στοιχεία από την αρχαία ελληνική τραγωδία και στηριζόμενο στη λαϊκή μας παράδοση, έφτασε σε ψηλά καλλιτεχνικά επίπεδα και έγινε για το λαό φροντιστήριο θεατρικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής αγωγής. Το θέατρο σκιών, πρώτα απ’ όλα, πέρασε με τιμές και αποθεώσεις τους ήρωες του 1821 στο πανί του, προτού ακόμα σκύψει σ’ αυτούς η ιστορία κι η λογοτεχνία. Ύμνησε, κατόπιν, τους Μακεδονομάχους. Σαν γνήσιο λαϊκό θέατρο εκφράζει τους πόθους του λαϊκού κοινού του. Κάνει αντίσταση στην κατοχή, γελοιοποιεί το φασισμό και το ναζισμό, δίνει πατριωτικές παραστάσεις, υψώνει το φρόνημα του λαού. Σε ποια άλλη χώρα το λαϊκό θέατρο έχει τόσο έντονο εθνικό χαρακτήρα;
Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες
1. Γιάννης Μπράχαλης: Έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα.
2. Δημήτρης Σαρντούνης, γνωστός ως Μίμαρος: Έκανε τον Καραγκιόζη ελληνική τέχνη και βοήθησε στην αναδημιουργία του.
2. Δημήτρης Σαρντούνης, γνωστός ως Μίμαρος: Έκανε τον Καραγκιόζη ελληνική τέχνη και βοήθησε στην αναδημιουργία του.
4. Αντώνης Μόλλας: Δημιούργησε τον Πεπόνια και τον Μορφονιό.
6. Μάρκος Ξάνθος (μαθητής του Μόλλα): Ο πρώτος καραγκιοζοπαίχτης που σκέφτηκε να καταγράψει συστηματικά τις παραστάσεις του Καραγκιόζη.
7. Κώστας Μάνος.
8. Βασίλαρος (Βασίλης Ανδρικόπουλος).